- Ανδρόνικος
- Ανδρόνικος οАндроник –1) имя некоторых святых Православной Церкви;2) мужское имяЭтим.< ανήρ, ανδρός + -νικος < νίκη «мужчина + победа»
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Ἀνδρόνικος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ανδρόνικος, Μανόλης — (Προύσα Μικράς Ασίας 1919 – Θεσσαλονίκη 1992).Αρχαιολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ειδικεύτηκε στην αρχαιολογία στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγητής σε γυμνάσια (1941 49)… … Dictionary of Greek
Ανδρόνικος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός του 5ου αι. π.Χ. 2. Τραγικός υποκριτής (4ος αι. π.Χ.). Δάσκαλος του Δημοσθένη στην τέχνη της απαγγελίας. 3. Α. ο Ολύνθιος (4ος αι. π.Χ.). Πήρε μέρος σε όλη την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διετέλεσε… … Dictionary of Greek
Δημητρακόπουλος, Ανδρόνικος — (Συνεβρό Καλαβρύτων 1826 – Λειψία 1872). Θεολόγος, βυζαντινολόγος και κληρικός. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ανδρέας. Σπούδασε θεολογία στην Αθήνα και εργάστηκε ως δάσκαλος. Αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και εγκαταστάθηκε στη Λειψία, όπου… … Dictionary of Greek
Ζαρίδας, Ανδρόνικος — (14ος αι.). Λόγιος. Έγραψε ιαμβικά επιγράμματα. Σώζονται επίσης, και μερικές επιστολές του … Dictionary of Greek
Κάλλιστος, Ανδρόνικος — (Κωνσταντινούπολη 1420; – Αγγλία 1476).Λόγιος. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης μετανάστευσε στην Ιταλία. Δίδαξε αρχαία ελληνική φιλολογία στα σπουδαιότερα ιταλικά πανεπιστήμια της εποχής (Μπολόνια, Ρώμη, Φλωρεντία, Μιλάνο), όπου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
Καματηρός, Ανδρόνικος — (12ος αι.). Βυζαντινός θεολογικός συγγραφέας και αξιωματούχος. Στο έργο του Ιερά Οπλοθήκη, γραμμένο με εντολή του Μανουήλ A’ Κομνηνού, συζητούνται, με μορφή διαλόγου μεταξύ Μανουήλ και Ρωμαίων καρδιναλίων, θέματα σχετικά με την εκπόρευση του… … Dictionary of Greek
Λίβιος Ανδρόνικος — (Livius Andronicus, 284; – 204 π.Χ.). Ρωμαίος ποιητής, ελληνικής καταγωγής. Υπήρξε ιδρυτής της ρωμαϊκής επικής και δραματικής ποίησης. Καταγόταν από τη νότια Ιταλία και πήγε ως δούλος στη Ρώμη μετά την κατάκτηση του Τάραντα το 272 π.Χ. Ο κύριός… … Dictionary of Greek
Πάικος, Ανδρόνικος — (1776 – 1880). Πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Πάντοβας και στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, υπηρέτησε υπό τις διαταγές του Υψηλάντη. Διέθεσε μεγάλο μέρος της περιουσίας του για την αγορά υλικών και πολεμοφοδίων, τα οποία… … Dictionary of Greek
Ἀνδρονίκοιν — Ἀνδρόνικος masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνδρονίκου — Ἀνδρόνικος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)